- ευβλαστής
- εὐβλαστής, -ές (Α)1. (για φυτά) αυτός που βλαστάνει γρήγορα («εὐβλαστῆ σπέρματα», Θεόφρ.)2. αυτός που συντελεί στην καλή βλάστηση («ὁ εὐκρατὴς ἀήρ... εὐβλαστὴς ὢν καὶ εὔκαρπος», Θεόφρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -βλαστής (< θ. βλαστέ-, βλαστ-ον, βλαστός), πρβλ. νεο-βλαστής, πολυ-βλαστής].
Dictionary of Greek. 2013.